Τρέμοντες

Τρέμοντες
Μέλη προτεσταντικής αίρεσης, που ονομάζεται επίσης Ενωμένη Κοινωνία των Αληθινών Πιστών, η ονομασία της οποίας προέρχεται από την αγγλική λέξη shake (= τρέμω). Η αίρεση χρονολογείται από το δεύτερο μισό του 18ου αι. όταν η Ιρλανδή Αν Λι ανακήρυξε τον εαυτό της μητέρα του νέου Μεσσία και σύζυγο του Αρνίου που αναφέρεται στην Αποκάλυψη. Η Αν Λι, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αγγλία, μετανάστευσε στην Αμερική, όπου η αίρεση διαδόθηκε στις ΗΠΑ, κυρίως στις πολιτείες Οχάιο, Κεντάκι, και Νέας Υόρκης. Οι οπαδοί της είναι σήμερα ολιγάριθμοι και αποφεύγουν τον γάμο γιατί πρεσβεύουν ότι ο πολλαπλασιασμός του ανθρώπου είναι εγκληματικός, ιδιαίτερα στον σημερινό διεφθαρμένο κόσμο. Οι Τ. περιμένουν την έλευση του Μεσσία και επικαλούνται την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στις θρησκευτικές τελετουργίες τους, που το αποκορύφωμά τους είναι μια κατάσταση συλλογικής έκστασης, στην οποία οδηγούνται με ύμνους και ξέφρενους χορούς, από όπου και η ονομασία της αίρεσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρέμοντες — τρέμω tremble pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • быти — (>50000), ѤСМЬ, ѤСТЬ (в соч. с отрицанием не НѢСМЬ, НѢСТЬ); 3 л. мн. ч. СОУТЬ; 3 л. ед. ч. имперфекта БѦШЕ; 3 л. ед. ч. аориста БЫ и БѢ гл. I. Как самостоятельный гл. 1.Существовать; иметься: дъва разбо˫а ѥсте. ѥдинъ иже съвлачить съ оубогааго …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • τρέμω — ΝΜΑ 1. ταράζομαι από αλλεπάλληλες κινήσεις, σείομαι (α. «έτρεμε ο τόπος από τον σεισμό» β. «τρέμει ή φωνή», Αριστοτ.) 2. παθαίνω τρεμούλα από αδυναμία, από κρύο ή από πυρετό (α. «έτρεμε σαν το ψάρι» β. «ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῑσα καὶ τρέμουσα», ΚΔ) 3.… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κουάκεροι — (Quakers). Ονομασία των μελών προτεσταντικής αίρεσης. Εμφανίστηκε τον 17o αι. στη Μεγάλη Βρετανία και στις αποικίες των ΗΠΑ. Ονομάζονται επίσης Κοινωνία των φίλων, αριθμώντας περί τους 120.000 πιστούς στις ΗΠΑ το 1907. Ιδρυτής της αίρεσης υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Φοξ, Τζορτζ — (Fox, Φένι Ντρέιτον, Λεστερσάιρ 1624 – Λονδίνο 1691). Ιδρυτής της Εταιρείας των Φίλων (Friends’ Society), που έμεινε γνωστή με το υποτιμητικό επίθετο κουάκεροι (τρέμοντες). Επειδή πίστευε ειλικρινά ότι εμπνεόταν από το Θεό, εκτός από τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”